- δραματολογία
- ηκλάδος της γραμματολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των δραματικών (θεατρικών) έργων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δραματολογία — η 1. το κεφάλαιο τής γραμματολογίας που ασχολείται με τα δραματικά έργα 2. επιστήμη ή τέχνη που ασχολείται με τους κανόνες τής σύνθεσης και τής διδασκαλίας δραμάτων … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
δραματολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δραματολογία … Dictionary of Greek